- εντροπιάζω
- μετ. стыдить, срамить; позорить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντροπιάζω — και ντροπιάζω (Μ ἐντροπιάζω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τόν εκθέτω («τόν ντρόπιασες μπροστά σε όλους με τα λόγια σου») 2. κάνω κάποιον άλλο να αισθανθεί ντροπή για δικές μου ενέργειες («ντρόπιασα τον πατέρα μου με τις πράξεις μου») 3.… … Dictionary of Greek
εντρόπιασμα — και ντρόπιασμα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εντροπιάζω, ο εξευτελισμός, το καταντρόπιασμα, η ταπείνωση … Dictionary of Greek
μυριοεντροπιάζω — (Μ) καταντροπιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἐντροπιάζω] … Dictionary of Greek